Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρεσκοκομμένος η φρεσκοκομμένη το φρεσκοκομμένο
      γενική του φρεσκοκομμένου της φρεσκοκομμένης του φρεσκοκομμένου
    αιτιατική τον φρεσκοκομμένο τη φρεσκοκομμένη το φρεσκοκομμένο
     κλητική φρεσκοκομμένε φρεσκοκομμένη φρεσκοκομμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρεσκοκομμένοι οι φρεσκοκομμένες τα φρεσκοκομμένα
      γενική των φρεσκοκομμένων των φρεσκοκομμένων των φρεσκοκομμένων
    αιτιατική τους φρεσκοκομμένους τις φρεσκοκομμένες τα φρεσκοκομμένα
     κλητική φρεσκοκομμένοι φρεσκοκομμένες φρεσκοκομμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρεσκοκομμένος < φρέσκος και κομμένος

  Μετοχή επεξεργασία

φρεσκοκομμένος

  • που κόπηκε πολύ πρόσφατα, που είναι ακόμα φρέσκος,νωπός
    φρεσκοκομμένο λουλούδι, μαϊντανός, γρασίδι κ.λπ.

  Μεταφράσεις επεξεργασία