φρεσκοκομμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
φρεσκοκομμένος
- που κόπηκε πολύ πρόσφατα, που είναι ακόμα φρέσκος,νωπός
- φρεσκοκομμένο λουλούδι, μαϊντανός, γρασίδι κ.λπ.
Μεταφράσεις επεξεργασία
φρεσκοκομμένος
|