↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νωπός η νωπή το νωπό
      γενική του νωπού της νωπής του νωπού
    αιτιατική τον νωπό τη νωπή το νωπό
     κλητική νωπέ νωπή νωπό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νωποί οι νωπές τα νωπά
      γενική των νωπών των νωπών των νωπών
    αιτιατική τους νωπούς τις νωπές τα νωπά
     κλητική νωποί νωπές νωπά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νωπός < μεσαιωνική ελληνική < νεο- (< νέος) + -ωπός (< ὤψ, γενική: ὠπός)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /noˈpos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /noˈpi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /noˈpo/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

νωπός, -ή, -ό

  1. φρέσκος
    ⮡  νωπά οπωροκηπευτικά προϊόντα
  2. (συνεκδοχικά) που δεν έχει στεγνώσει ακόμη
     συνώνυμα: υγρός
  3. (μεταφορικά) πρόσφατος
  4. (για λουλούδια ή καρπούς) φρεσκοκομμένος
    ※  Ξυπνά και δεν βλέπει τα άνθη τα νωπά στο ποτήρι της, βλέπει στην καθέκλα την νοσοκόμον. (Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου Απέθανεν ευτυχής [διήγημα])
  5. (για χώμα) που σκάφτηκε πριν από λίγο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία