νωπός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νωπός | η | νωπή | το | νωπό |
γενική | του | νωπού | της | νωπής | του | νωπού |
αιτιατική | τον | νωπό | τη | νωπή | το | νωπό |
κλητική | νωπέ | νωπή | νωπό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νωποί | οι | νωπές | τα | νωπά |
γενική | των | νωπών | των | νωπών | των | νωπών |
αιτιατική | τους | νωπούς | τις | νωπές | τα | νωπά |
κλητική | νωποί | νωπές | νωπά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νωπός < μεσαιωνική ελληνική < νεο- (< νέος) + -ωπός (< ὤψ, γενική: ὠπός)
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίανωπός, -ή, -ό
- φρέσκος
- ⮡ νωπά οπωροκηπευτικά προϊόντα
- (συνεκδοχικά) που δεν έχει στεγνώσει ακόμη
- (μεταφορικά) πρόσφατος
- (για λουλούδια ή καρπούς) φρεσκοκομμένος
- ※ Ξυπνά και δεν βλέπει τα άνθη τα νωπά στο ποτήρι της, βλέπει στην καθέκλα την νοσοκόμον. (Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου Απέθανεν ευτυχής [διήγημα])
- (για χώμα) που σκάφτηκε πριν από λίγο