ενικός         πληθυντικός  
fresco frescoes

  Ετυμολογία

επεξεργασία

fresco < (άμεσο δάνειο) ιταλική fresco < λατινική friscus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fresco (en)



  Επίθετο

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
αρσενικό fresco freschi
θηλυκό fresca fresche

fresco (it)