Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τοιχογραφία οι τοιχογραφίες
      γενική της τοιχογραφίας των τοιχογραφιών
    αιτιατική την τοιχογραφία τις τοιχογραφίες
     κλητική τοιχογραφία τοιχογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τοιχογραφία < ελληνιστική κοινή τοιχογρᾰφῐ́α[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική τοῖχος + γράφω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ti.xo.ɣraˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τοι‐χο‐γρα‐φί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τοιχογραφία θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά, τέχνη) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τοιχογραφώ, ζωγραφική που γίνεται πάνω σε τοίχο ή οροφή
  2. (μεταφορικά) παραστατική απόδοση ή περιγραφή μιας περιόδου, κατάστασης κ.λπ.

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. τοιχογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. τοιχογραφίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. τοιχογραφία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.