Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

peinture (fr) θηλυκό

  1. η ζωγραφική, η ζωγραφιά
    Un artiste-peintre : ένας ζωγράφος (καλλιτέχνης).
  2. η μπογιά
    Un peintre en bâtiment : ένας μπογιατζής.
    Attention ! Peinture fraîche ! : προσοχή στη μπογιά !

Συγγενικά

επεξεργασία