μπογιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπογιά | οι | μπογιές |
γενική | της | μπογιάς | των | μπογιών |
αιτιατική | την | μπογιά | τις | μπογιές |
κλητική | μπογιά | μπογιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπογιά < (άμεσο δάνειο) τουρκική boya < οθωμανική τουρκική بویا (boya) < παλαιά τουρκική bodug < πρωτοτουρκική
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπογιά θηλυκό
- το υγρό ή άλλη ουσία για τη βαφή επιφανειών (τοίχων, μεταλλικών ή ξύλινων αντικειμένων κ.λπ)· χρώμα
- (γραφική ύλη) το μολύβι που γράφει έγχρωμα· ξυλομπογιά