πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kredka kredki
γενική kredki kredek
δοτική kredce kredkom
αιτιατική kredkę kredki
οργανική kredką kredkami
τοπική kredce kredkach
κλητική kredko kredki

  Ετυμολογία

επεξεργασία

kredka < υποκοριστικό του kreda

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkrɛtka/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

kredka (pl) θηλυκό

  1. η μπογιά, το χρωματιστό μολύβι
  2. μικρή κιμωλία