kredka
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kredka | kredki |
γενική | kredki | kredek |
δοτική | kredce | kredkom |
αιτιατική | kredkę | kredki |
οργανική | kredką | kredkami |
τοπική | kredce | kredkach |
κλητική | kredko | kredki |
Ετυμολογία
επεξεργασίαkredka < υποκοριστικό του kreda
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαkredka (pl) θηλυκό