Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κιμωλία οι κιμωλίες
      γενική της κιμωλίας των κιμωλιών
    αιτιατική την κιμωλία τις κιμωλίες
     κλητική κιμωλία κιμωλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιμωλία < αρχαία ελληνική Κιμωλία γῆ< Κίμωλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιμωλία θηλυκό

 
το χέρι με την κιμωλία
  1. λευκό, μαλακό και εύθριπτο ασβεστολιθικό πέτρωμα
  2. ένα κομμάτι από αυτό το πέτρωμα που χρησιμοποιείται για γράψιμο σε μαυροπίνακα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία