μαυροπίνακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαυροπίνακας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα μαυροπίναξ (από το 1838[1]). Μορφολογικά αναλύεται σε μαυρο- + πίνακας < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tableau noir
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.vɾoˈpi.na.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαυ‐ρο‐πί‐να‐κας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαυροπίνακας αρσενικό
- (παρωχημένο) ξύλινος πίνακας, βαμμένος στη μία όψη του με μαύρο χρώμα, που επιτρέπει να γραφεί κάτι πάνω του με κιμωλία και χρησιμοποιείται ιδίως στις σχολικές αίθουσες
- (παρωχημένο) μαύρος πίνακας, όπου οι καταστηματάρχες σημείωναν όσα τους όφειλαν οι πελάτες
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαυροπίνακας
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 627, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου