Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μαυρο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαυρο-. Συγχρονικά αναλύεται σε μαύρ(ος) + -ο-

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.vɾo/

  ΠρόθημαΕπεξεργασία

μαυρο-

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μαυρο- < μαῦρ(ος) + -ο-

  ΠρόθημαΕπεξεργασία

μαυρο-

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία