μελανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μελανός | η | μελανή | το | μελανό |
γενική | του | μελανού | της | μελανής | του | μελανού |
αιτιατική | τον | μελανό | τη | μελανή | το | μελανό |
κλητική | μελανέ | μελανή | μελανό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μελανοί | οι | μελανές | τα | μελανά |
γενική | των | μελανών | των | μελανών | των | μελανών |
αιτιατική | τους | μελανούς | τις | μελανές | τα | μελανά |
κλητική | μελανοί | μελανές | μελανά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μελανός < αρχαία ελληνική μέλας
Επίθετο
επεξεργασίαμελανός, -ή, -ό
- σκουρόχρωμος, μαύρος
- (μεταφορικά) που περιγράφει κάτι δυσάρεστο
- στο κείμενο διεκτραγωδείται με μελανά χρώματα η κατάσταση
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μελανός
|