πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μελανόμορφος η μελανόμορφη το μελανόμορφο
      γενική του μελανόμορφου της μελανόμορφης του μελανόμορφου
    αιτιατική τον μελανόμορφο τη μελανόμορφη το μελανόμορφο
     κλητική μελανόμορφε μελανόμορφη μελανόμορφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μελανόμορφοι οι μελανόμορφες τα μελανόμορφα
      γενική των μελανόμορφων των μελανόμορφων των μελανόμορφων
    αιτιατική τους μελανόμορφους τις μελανόμορφες τα μελανόμορφα
     κλητική μελανόμορφοι μελανόμορφες μελανόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.laˈno.moɾ.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μελανόμορφος

μελανόμορφος, -η, -ο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία