μελάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μελάνι | τα | μελάνια |
γενική | του | μελανιού | των | μελανιών |
αιτιατική | το | μελάνι | τα | μελάνια |
κλητική | μελάνι | μελάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μελάνι < ελληνιστική μελάνιον < αρχαία ελληνική μέλας
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμελάνι ουδέτερο
- υγρή ουσία με βαθύ σκούρο χρώμα, η οποία χρησιμοποιείται για τη γραφή
- (συνεκδοχικά) ο γραπτός λόγος, ό,τι έχει γραφτεί
- (βιολογία) πυκνό σκουρόχρωμο υγρό που εκκρίνουν η σουπιά, το χταπόδι και το καλαμάρι, προκειμένου να αντιμετωπίσουν εχθρούς
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ρίχνω / αφήνω μελάνι πίσω μου : δυσκολεύω τους άλλους να αντιληφθούν τις κινήσεις μου
- σε γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι : αδιαφορώ, ευφημισμός της φράσης: σε γράφω στ' αρχίδια μου
- χύνεται πολύ μελάνι
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μελάνι
|