Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ink inks

ink (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. το μελάνι, για γράψιμο, της σουπιάς
    ⮡  a pen with black ink - στυλό με μαύρο μελάνι
    ⮡  I am writing in ink.
    Γράφω με μελάνι.
  2. το τατουάζ
ενεστώτας ink
γ΄ ενικό ενεστώτα inks
αόριστος inked
παθητική μετοχή inked
ενεργητική μετοχή inking

ink (en)

  1. μελανώνω
    ⮡  He inked the stamp.
    Μελάνωσε τη σφραγίδα.
  2. (αμερικανική σημασία, ανεπίσημο) υπογράφω ένα έγγραφο
    ⮡  The parties inked an agreement.
    Τα μέρη υπέγραψαν συμφωνητικό.
  3. κάνω σε κάποιον τατουάζ