Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ink (en)

  1. το μελάνι (για γράψιμο, της σουπιάς)
  2. το τατουάζ

  Ρήμα επεξεργασία

ink (en)

  1. μελανώνω
  2. υπογράφω ένα έγγραφο
  3. κάνω σε κάποιον τατουάζ