inked
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- inked < μέση αγγλική inked. Μορφολογικά ισοδύναμο με ink + -ed
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαinked (en)
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαinked (en)
inked (en)
inked (en)