χέρι με τατουάζ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τατουάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική tatouage[1] < αγγλική tattoo < σαμοανικά tatau

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ta.tuˈaz/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τατουάζ ουδέτερο άκλιτο

  1. η χάραξη της επιδερμίδας με ειδικά εργαλεία, που με μικρά τσιμπήματα εκχύουν χρωστικές ουσίες, ώστε να δημιουργούνται ανεξίτηλα σχέδια
  2. (συνεκδοχικά) το σχέδιο που αποτυπώνεται στην επιδερμίδα με την παραπάνω διαδικασία
    ※  Το πετσί του ήταν σκούρο, λείο κι άτριχο, σταμπαρισμένο από μικρά τατουάζ με γυναικεία ονόματα. (Αντώνης Σουρούνης (1985) Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι [μυθιστόρημα])
    ※  Για να διευκολυνθεί η συμμόρφωση των δερματοστικτών με τον εν λόγω περιορισμό, στη δερματοστιξία θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο μείγματα που φέρουν τη δήλωση «Μείγμα για χρήση σε τατουάζ ή μόνιμο μακιγιάζ». (Κανονισμός (ΕΕ) 2020/2081 της Επιτροπής της 14ης Δεκεμβρίου 2020, Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 15.12.2020, σελ. L 423/11, [1])

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία