τατουάζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατατουάζ ουδέτερο άκλιτο
- η χάραξη της επιδερμίδας με ειδικά εργαλεία, που με μικρά τσιμπήματα εκχύουν χρωστικές ουσίες, ώστε να δημιουργούνται ανεξίτηλα σχέδια
- (συνεκδοχικά) το σχέδιο που αποτυπώνεται στην επιδερμίδα με την παραπάνω διαδικασία
- ※ Το πετσί του ήταν σκούρο, λείο κι άτριχο, σταμπαρισμένο από μικρά τατουάζ με γυναικεία ονόματα. (Αντώνης Σουρούνης (1985) Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι [μυθιστόρημα])
- ※ Για να διευκολυνθεί η συμμόρφωση των δερματοστικτών με τον εν λόγω περιορισμό, στη δερματοστιξία θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο μείγματα που φέρουν τη δήλωση «Μείγμα για χρήση σε τατουάζ ή μόνιμο μακιγιάζ». (Κανονισμός (ΕΕ) 2020/2081 της Επιτροπής της 14ης Δεκεμβρίου 2020, Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 15.12.2020, σελ. L 423/11, [1])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- τατουάζ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία τατουάζ
|
- ↑ τατουάζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας