μελανώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μελανώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαμελανώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μελανώνω | μελάνωνα | θα μελανώνω | να μελανώνω | μελανώνοντας | |
β' ενικ. | μελανώνεις | μελάνωνες | θα μελανώνεις | να μελανώνεις | μελάνωνε | |
γ' ενικ. | μελανώνει | μελάνωνε | θα μελανώνει | να μελανώνει | ||
α' πληθ. | μελανώνουμε | μελανώναμε | θα μελανώνουμε | να μελανώνουμε | ||
β' πληθ. | μελανώνετε | μελανώνατε | θα μελανώνετε | να μελανώνετε | μελανώνετε | |
γ' πληθ. | μελανώνουν(ε) | μελάνωναν μελανώναν(ε) |
θα μελανώνουν(ε) | να μελανώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μελάνωσα | θα μελανώσω | να μελανώσω | μελανώσει | ||
β' ενικ. | μελάνωσες | θα μελανώσεις | να μελανώσεις | μελάνωσε | ||
γ' ενικ. | μελάνωσε | θα μελανώσει | να μελανώσει | |||
α' πληθ. | μελανώσαμε | θα μελανώσουμε | να μελανώσουμε | |||
β' πληθ. | μελανώσατε | θα μελανώσετε | να μελανώσετε | μελανώστε | ||
γ' πληθ. | μελάνωσαν μελανώσαν(ε) |
θα μελανώσουν(ε) | να μελανώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μελανώσει | είχα μελανώσει | θα έχω μελανώσει | να έχω μελανώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μελανώσει | είχες μελανώσει | θα έχεις μελανώσει | να έχεις μελανώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μελανώσει | είχε μελανώσει | θα έχει μελανώσει | να έχει μελανώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μελανώσει | είχαμε μελανώσει | θα έχουμε μελανώσει | να έχουμε μελανώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μελανώσει | είχατε μελανώσει | θα έχετε μελανώσει | να έχετε μελανώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μελανώσει | είχαν μελανώσει | θα έχουν μελανώσει | να έχουν μελανώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μελανώνω
|