καλύπτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλύπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καλύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱel- (κρύβω, καλύπτω) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική couvrir ή την αγγλική cover [1]
Ρήμα
επεξεργασίακαλύπτω, πρτ.: κάλυπτα, αόρ.: κάλυψα, παθ.φωνή: καλύπτομαι, π.αόρ.: καλύφθηκα/καλύφτηκα, μτχ.π.π.: καλυμμένος
- σκεπάζω
- περιγράφω ή αναλύω ένα θέμα λεπτομερώς
- συλλέγω επιτοπίως ειδήσεις γύρω από επίκαιρο θέμα και το παρουσιάζω σε κάποιο μέσο μαζικής ενημέρωσης
- Ο ανταποκριτής μας καλύπτει τον πόλεμο στο Ιράκ.
- ≈ συνώνυμα: κάνω ρεπορτάζ
- συμπληρώνω αυτό που λείπει ή είναι ανεπαρκές
- Η παραγωγή δεν καλύπτει τη ζήτηση.
- Ο μισθός μου δεν καλύπτει τα έξοδά μου.
- Καλύπτει την έλλειψη γνώσεων με την ευφυΐα του.
- ≈ συνώνυμα: αναπληρώνω
- υποστηρίζω με τα πυρά μου συμπολεμιστές μου, βάλλω εναντίον του εχθρού όσο αυτοί κινούνται
- ενεργώ έτσι ώστε να μη γίνει γνωστό κάτι δυσάρεστο ή αξιόμεμπτο
- Κάλυψαν την παρανομία με απειλές και υποσχέσεις.
- ≈ συνώνυμα: αποκρύπτω, συγκαλύπτω
Συγγενικά
επεξεργασία- ακάλυπτα
- ακάλυπτος
- ανακαλύπτω
- αναποκάλυπτος
- αποκαλυπτήρια
- αποκαλυπτήριος
- αποκαλυπτικά
- αποκαλυπτικός
- αποκαλυπτικότητα
- αποκαλυπτόμενος
- αποκαλύπτω
- αποκαλύψιμος
- απροκάλυπτα
- απροκάλυπτος
- ασυγκάλυπτος
- αυτοσυγκαλύπτομαι
- επικαλύπτω
- ευκάλυπτος
- καλυπτήριος
- καλύπτρα
- περικαλύπτω
- πρωτοανακαλύπτω
- συγκαλύπτω
- υπερκαλύπτω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλύπτω | κάλυπτα | θα καλύπτω | να καλύπτω | καλύπτοντας | |
β' ενικ. | καλύπτεις | κάλυπτες | θα καλύπτεις | να καλύπτεις | κάλυπτε | |
γ' ενικ. | καλύπτει | κάλυπτε | θα καλύπτει | να καλύπτει | ||
α' πληθ. | καλύπτουμε | καλύπταμε | θα καλύπτουμε | να καλύπτουμε | ||
β' πληθ. | καλύπτετε | καλύπτατε | θα καλύπτετε | να καλύπτετε | καλύπτετε | |
γ' πληθ. | καλύπτουν(ε) | κάλυπταν καλύπταν(ε) |
θα καλύπτουν(ε) | να καλύπτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κάλυψα | θα καλύψω | να καλύψω | καλύψει | ||
β' ενικ. | κάλυψες | θα καλύψεις | να καλύψεις | κάλυψε | ||
γ' ενικ. | κάλυψε | θα καλύψει | να καλύψει | |||
α' πληθ. | καλύψαμε | θα καλύψουμε | να καλύψουμε | |||
β' πληθ. | καλύψατε | θα καλύψετε | να καλύψετε | καλύψτε | ||
γ' πληθ. | κάλυψαν καλύψαν(ε) |
θα καλύψουν(ε) | να καλύψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλύψει | είχα καλύψει | θα έχω καλύψει | να έχω καλύψει | ||
β' ενικ. | έχεις καλύψει | είχες καλύψει | θα έχεις καλύψει | να έχεις καλύψει | έχε καλυμμένο | |
γ' ενικ. | έχει καλύψει | είχε καλύψει | θα έχει καλύψει | να έχει καλύψει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλύψει | είχαμε καλύψει | θα έχουμε καλύψει | να έχουμε καλύψει | ||
β' πληθ. | έχετε καλύψει | είχατε καλύψει | θα έχετε καλύψει | να έχετε καλύψει | έχετε καλυμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν καλύψει | είχαν καλύψει | θα έχουν καλύψει | να έχουν καλύψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) καλυμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) καλυμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) καλυμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) καλυμμένο |
- παθητικός αόριστος: καλύφθ-ηκα & καλύφτ-ηκα
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλύπτομαι | καλυπτόμουν(α) | θα καλύπτομαι | να καλύπτομαι | ||
β' ενικ. | καλύπτεσαι | καλυπτόσουν(α) | θα καλύπτεσαι | να καλύπτεσαι | ||
γ' ενικ. | καλύπτεται | καλυπτόταν(ε) | θα καλύπτεται | να καλύπτεται | ||
α' πληθ. | καλυπτόμαστε | καλυπτόμαστε καλυπτόμασταν |
θα καλυπτόμαστε | να καλυπτόμαστε | ||
β' πληθ. | καλύπτεστε | καλυπτόσαστε καλυπτόσασταν |
θα καλύπτεστε | να καλύπτεστε | καλύπτεσθε καλύπτεστε | |
γ' πληθ. | καλύπτονται | καλύπτονταν καλυπτόντουσαν |
θα καλύπτονται | να καλύπτονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλύφθηκα | θα καλυφθώ | να καλυφθώ | καλυφθεί | ||
β' ενικ. | καλύφθηκες | θα καλυφθείς | να καλυφθείς | καλύψου | ||
γ' ενικ. | καλύφθηκε | θα καλυφθεί | να καλυφθεί | |||
α' πληθ. | καλυφθήκαμε | θα καλυφθούμε | να καλυφθούμε | |||
β' πληθ. | καλυφθήκατε | θα καλυφθείτε | να καλυφθείτε | καλυφθείτε | ||
γ' πληθ. | καλύφθηκαν καλυφθήκαν(ε) |
θα καλυφθούν(ε) | να καλυφθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καλυφθεί | είχα καλυφθεί | θα έχω καλυφθεί | να έχω καλυφθεί | καλυμμένος | |
β' ενικ. | έχεις καλυφθεί | είχες καλυφθεί | θα έχεις καλυφθεί | να έχεις καλυφθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καλυφθεί | είχε καλυφθεί | θα έχει καλυφθεί | να έχει καλυφθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καλυφθεί | είχαμε καλυφθεί | θα έχουμε καλυφθεί | να έχουμε καλυφθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καλυφθεί | είχατε καλυφθεί | θα έχετε καλυφθεί | να έχετε καλυφθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καλυφθεί | είχαν καλυφθεί | θα έχουν καλυφθεί | να έχουν καλυφθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι καλυμμένος - είμαστε, είστε, είναι καλυμμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν καλυμμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν καλυμμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι καλυμμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι καλυμμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι καλυμμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι καλυμμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλύπτω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καλύπτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας