Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αποκαλυπτήρια
      γενική των αποκαλυπτήριων
αποκαλυπτηρίων
    αιτιατική τα αποκαλυπτήρια
     κλητική αποκαλυπτήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκαλυπτήρια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αποκαλυπτήριος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποκαλυπτήρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. ειδική τελετή παρουσίασης στο κοινό ενός έργου τέχνης ή ενός μνημείου
    ※  Έχουν στήσει στην πλατεία ένα άγαλμα — στη μέση ακριβώς, θα κάνουν φαίνεται τ' αποκαλυπτήρια κανενός ήρωα για την επέτειο. (Λούλα Αναγνωστάκη (1999) Η παρέλαση [θεατρικό])
  2. (γενικότερα) αποκαλύψεις, δημοσιοποίηση

  Μεταφράσεις επεξεργασία