αποκαλυπτήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκαλυπτήριος < αποκαλύπτω + -τήριος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική unveiling)
Επίθετο
επεξεργασίααποκαλυπτήριος, -α, -ο
- που συμβάλλει σε αποκάλυψη
- (ουσιαστικοποιημένο) αποκαλυπτήρια
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αποκαλύπτω και καλύπτω