αποκαλυπτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίααποκαλυπτικά < αποκαλυπτικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίααποκαλυπτικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποκαλυπτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααποκαλυπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκαλυπτικό