καλύπτρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλύπτρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καλύπτρα (σκέπασμα, πέπλος) < καλύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱel- (καλύπτω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈlip.tɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λύπ‐τρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλύπτρα θηλυκό
- κάτι που καλύπτει
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καλύπτω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχαία ελληνικά επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- καλύπτρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καλύπτρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.