φερετζές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φερετζές < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φερετζές[1] < τουρκική ferace < οθωμανική τουρκική فراجه (ferace, μανδύας, γυναικείο πανωφόρι) + -ς < μεσαιωνική ελληνική φορεσιά[2] / φορεσία (αντιδάνειο) < ελληνιστική κοινή φόρεσις < αρχαία ελληνική φορέω < φέρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφερετζές αρσενικό
- (ενδυμασία) το ύφασμα που καλύπτει το πρόσωπο των γυναικών που έχουν ασπαστεί τον ισλαμισμό, η καλύπτρα προσώπου που αφήνει ορατά μόνον τα μάτια και το μέτωπο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ φερετζές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Ετυμολογία
επεξεργασία- φερετζές < (αντιδάνειο): (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική فراجه (ferace, μανδύας, γυναικείο πανωφόρι) + -ς < αραβική ς προέλευσης < μεσαιωνικά ελληνικά φορεσιά < ελληνιστική κοινή φόρεσις < αρχαία ελληνική φορέω < φέρω[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφερετζές αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.