γιασμάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γιασμάκι | τα | γιασμάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γιασμάκι | τα | γιασμάκια |
κλητική | γιασμάκι | γιασμάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγιασμάκι ουδέτερο
- καλύπτρα του προσώπου των μουσουλμάνων γυναικών