Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cover covers

cover (en)

  1. το κάλυμμα, πράγμα που τοποθετείται πάνω σε άλλο πράγμα, συνήθως για να το προστατέψει ή να το διακοσμήσει
    ⮡  the cover of an armchair - το κάλυμμα ενός πολυθρόνα
  2. (μη μετρήσιμο) το καταφύγιο, η στέγη, προστασία από κακές καιρικές συνθήκες ή από επίθεση
    ⮡  We sought cover from enemy fire.
    Αναζητήσαμε καταφύγιο από εχθρικά πυρά.
    ⮡  I gave them cover.
    Τους έδωσα στέγη.
    ⮡  In order to take cover from the rain, we stood under a shed.
    Για να προφυλαχτούμε από τη βροχή, σταθήκαμε κάτω από ένα υπόστεγο.
  3. το εξώφυλλο, η κουβερτούρα, το κάλυμμα ενός βιβλίου ή ενός περιοδικού
    ⮡  The title of the book and the author's name are written on the cover.
    Στο εξώφυλλο είναι γραμμένος ο τίτλος του βιβλίου και το όνομα του συγγραφέα.
    ⮡  Brigitte Bardot has been on the cover of famous magazines many times.
    Η Μπριζίτ Μπαρντό έγινε πολλές φορές εξώφυλλο σε διάσημα περιοδικά.
    ⮡  The book cover is very beautiful.
    Η κουβερτούρα του βιβλίου είναι πολύ όμορφη.
  4. (μη μετρήσιμο, βρετανική σημασία) η ασφαλιστική κάλυψη
    ⮡  The amounts are astronomical for someone who does not have insurance cover abroad.
    Τα ποσά είναι αστρονομικά για κάποιον που δεν έχει ασφαλιστκή κάλυψη στο εξωτερικό.
     συνώνυμα: coverage (αμερικανικά αγγλικά)
  5. η κάλυψη
  6. η διασκευή τραγουδιού
  7. το καπάκι, το κάλυμμα ενός δοχείου
    ⮡  the cover of a pot - το καπάκι μιας κατσαρόλας
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη lid
ενεστώτας cover
γ΄ ενικό ενεστώτα covers
αόριστος covered
παθητική μετοχή covered
ενεργητική μετοχή covering

cover (en)

  1. (μεταβατικό) καλύπτω, στρώνω, σκεπάζω, τοποθετώ κάτι πάνω ή μπροστά από κάτι για να το κρύψω, να το προστατέψω ή να το διακοσμήσω
    ⮡  She covered her face with her hands.
    Κάλυψε το πρόσωπό της με τα χέρια της.
    ⮡  The floor is covered with carpets.
    Το δάπεδο καλύπτεται με χαλιά.
    ⮡  He covered her with his body (for protection).
    Την κάλυψε με το σώμα του (για προστασία).
    ⮡  They covered the floor in newspapers to paint the walls.
    Έστρωσαν στο πάτωμα εφημερίδες για να βάψουν τους τοίχους.
    ⮡  They covered the tomb with flowers.
    Σκέπασαν τον τάφο με λουλούδια.
    ⮡  We need to cover the well.
    Πρέπει να σκεπάσουμε το πηγάδι.
    ⮡  She had her hands covered in gold bracelets and rings.
    Είχε σκεπασμένα τα χέρια της με χρυσά βραχιόλια και δαχτυλίδια.
  2. (μεταβατικό) καλύπτω, στρώνω, γεμίζω, σκεπάζω, απλώνομαι στην επιφάνεια κάτι
    ⮡  The snow covered everything.
    Το χιόνι κάλυψε τα πάντα.
    ⮡  His face was covered with red spots.
    Το πρόσωπό του καλύφθηκε από κοκκινίλες.
    ⮡  The floor was covered with newspapers.
    Το πάτωμα ήταν στρωμένο με εφημερίδες.
    ⮡  I cut my hand with the knife by accident and I was covered in blood.
    Έκοψα το χέρι μου με το μαχαίρι κατά λάθος και γέμισα αίματα.
    ⮡  Clouds covered the sky.
    Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό.
     συνώνυμα:  coat, litter, pave, slather, smear, spread και strew
  3. (μεταβατικό) στρώνω, γεμίζω, σκεπάζω, βάζω ή απλώνω ένα στρώμα υγρού, σκόνης κτλ. σε κάποιον ή κάτι
    ⮡  They covered the yard with sand.
    Έστρωσαν την αυλή με άμμο.
    ⮡  Don’t cover the floor in crumbs.
    Μη γεμίζεις το πάτωμα ψίχουλα.
    ⮡  The waters rose and covered the fields.
    Ανέβηκαν τα νερά και σκέπασαν τα χωράφια.
  4. (μεταβατικό) καλύπτω, περιλαμβάνω κάτι· φροντίζω για κάτι
    ⮡  In his speech, he covered all issues related to education.
    Στην ομιλία του κάλυψε όλα τα θέματα που αφορούν την παιδεία.
    ⮡  The conference will cover many individual topics.
    Το συνέδριο θα καλύψει πολλά επί μέρους θέματα.
    ⮡  The history of modern Greece covers the period from 1821 to the present.
    Η ιστορία της νεότερης Ελλάδας καλύπτει τη χρονική περίοδο από το 1821 έως σήμερα.
    ⮡  His business covers many sectors.
    Η επιχείρησή του καλύπτει πολλούς τομείς δραστηριότητας.
    ⮡  The new constitution will cover all these principles.
    Το νέο σύνταγμα θα περιλαμβάνει όλες αυτές τις αρχές.
    ⮡  Don’t worry, I have got it (all) covered.
    Μην ανησυχείς, θα φροντίσω εγώ για όλα.
  5. (μεταβατικό) καλύπτω, παρέχω αρκετά χρήματα για κάτι
    ⮡  I will cover the expenses of his studies.
    Θα καλύψω τα έξοδα των σπουδών του.
    ⮡  The company is auctioning off its assets to cover its debts.
    Η εταιρεία εκπλειστηριάζει τα περιουσιακά της στοιχεία για να καλύψει τα χρέη της.
  6. (μεταβατικό) καλύπτω, διανύω την απόσταση που αναφέρθηκε
    ⮡  We covered forty kilometers in ten hours.
    Καλύψαμε σαράντα χιλιόμετρα σε δέκα ώρες.
    ⮡  Covering the distance from Europe to America is a matter of hours for modern aircraft.
    Η κάλυψη της απόστασης Ευρώπης-Αμερικής είναι υπόθεση ωρών για τα σύγχρονα αεροσκάφη.
    ⮡  How many miles have we covered today?
    Πόσα μίλια διανύσαμε σήμερα;
  7. (μεταβατικό) καλύπτω την περιοχή πού αναφέρθηκε
    ⮡  The structure covers 40% of the plot.
    Η οικοδομή καλύπτει το 40% του οικοπέδου.
  8. (μεταβατικό) καλύπτω, αναφέρω ένα γεγονός για τηλεόραση, εφημερίδα κτλ.· δείχνω ένα γεγονός στην τηλεόραση
    ⮡  Television crews will cover the election rally.
    Τηλεοπτικά συνεργεία θα καλύψουν την προεκλογική συγκέντρωση.
    ⮡  The reporting that covered the funerals of the victims of the aviation tragedy bordered on sensationalism.
    Το ρεπορτάζ που κάλυψε της κηδείες των θυμάτων της αεροπορικής τραγωδίας, κινήθηκε στα όρια του κιτρινισμού.
  9. (αμετάβατο) καλύπτω κάποιον, αντικαθιστώ κάποιον, κάνω τη δουλειά ή τα καθήκοντα κάποιου ενώ λείπει
    ⮡  Who can cover for me at work tomorrow?
    Ποιος μπορεί να με καλύψει/αντικαταστήσει στη δουλειά αύριο;
  10. (αμετάβατο) καλύπτω τα λάθη ή τα ψέματα κάποιου για να τον προστατεύω από προβλήματα
    ⮡  His friends tried to cover for him (=his many mistakes).
    Οι φίλοι του προσπάθησαν να καλύψουν τα πολλά λάθη του.
    ⮡  The prime minister covered for his minister, taking responsibility himself.
    Ο πρωθυπουργός κάλυψε τον υπουργό του, αναλαμβάνοντας ο ίδιος τις ευθύνες.
    ⮡  The accused covered for his accomplices.
    Ο κατηγορούμενος κάλυψε τους συνενόχους του.
  11. (μεταβατικό) καλύπτω, προστατεύω κάποιον από απώλεια, τραυματισμό κτλ. με ασφάλιση
    ⮡  This insurance plan covers damages caused by natural disasters.
    Αυτό το πρόγραμμα ασφάλισης καλύπτει ζημιές από φυσικές καταστροφές.
    ⮡  The insurance covers (against/for) loss of income due to illness.
    Η ασφάλεια καλύπτει απώλεια εισοδήματος λόγω ασθένειας
  12. (μεταβατικό) καλύπτομαι, προφυλάσσομαι από το να κατηγορηθώ για κάτι
    ⮡  Many firms put money aside to cover themselves against possible legal claims.
    Πολλές επιχειρήσεις αποταμιεύουν χρήματα για να καλυφθούν από πιθανές νομικές αξιώσεις.
  13. (μεταβατικό) καλύπτω, προστατεύω κάποιον απειλώντας ότι θα πυροβολήσω εναντίον όποιου που προσπαθήσει να του επιτεθεί
    ⮡  Cover me while I try to get closer to the robbers!
    Κάλυψέ με ενώ προσπαθώ να πλησιάσω του λήστες!
  14. (μεταβατικό) καλύπτω, σημαδεύω κάποιον με όπλο για να μην μπορεί κανείς να ξεφύγει ή να πυροβολήσει
    ⮡  The police covered the exits to the building.
    Η αστυνομία κάλυψε/σημάδεψε τις εξόδους του κτιρίου.
  15. (μεταβατικό) διασκευάζω τραγούδι, κάνω cover
    ⮡  In the movie, the group covered some of the Beatles’ songs.
    Μέσα στην ταινία το συγκρότημα έκανε covers κάποια από τα τραγούδια των Beatles.