cover
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cover | covers |
cover (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | cover |
γ΄ ενικό ενεστώτα | covers |
αόριστος | covered |
παθητική μετοχή | covered |
ενεργητική μετοχή | covering |
cover (en)
- (μεταβατικό) καλύπτω, στρώνω, σκεπάζω, τοποθετώ κάτι πάνω ή μπροστά από κάτι για να το κρύψω, να το προστατέψω ή να το διακοσμήσω
- ↪ She covered her face with her hands.
- Κάλυψε το πρόσωπό της με τα χέρια της.
- ↪ The floor is covered with carpets.
- Το δάπεδο καλύπτεται με χαλιά.
- ↪ He covered her with his body (for protection).
- Την κάλυψε με το σώμα του (για προστασία).
- ↪ They covered the floor in newspapers to paint the walls.
- Έστρωσαν στο πάτωμα εφημερίδες για να βάψουν τους τοίχους.
- ↪ They covered the tomb with flowers.
- Σκέπασαν τον τάφο με λουλούδια.
- ↪ We need to cover the well.
- Πρέπει να σκεπάσουμε το πηγάδι.
- ↪ She covered her face with her hands.
- (μεταβατικό) καλύπτω, στρώνω, γεμίζω, σκεπάζω, απλώνομαι στην επιφάνεια κάτι
- ↪ The snow covered everything.
- Το χιόνι κάλυψε τα πάντα.
- ↪ His face was covered with red spots.
- Το πρόσωπό του καλύφθηκε από κοκκινίλες.
- ↪ The floor was covered with newspapers.
- Το πάτωμα ήταν στρωμένο με εφημερίδες.
- ↪ I cut my hand with the knife by accident and I was covered in blood.
- Έκοψα το χέρι μου με το μαχαίρι κατά λάθος και γέμισα αίματα.
- ↪ Clouds covered the sky.
- Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό.
- ≈ συνώνυμα: coat, litter, pave, spread και strew
- ↪ The snow covered everything.
- (μεταβατικό) στρώνω, γεμίζω, σκεπάζω, βάζω ή απλώνω ένα στρώμα υγρού, σκόνης κτλ. σε κάποιον ή κάτι
- ↪ They covered the yard with sand.
- Έστρωσαν την αυλή με άμμο.
- ↪ Don’t cover the floor in crumbs.
- Μη γεμίζεις το πάτωμα ψίχουλα.
- ↪ The waters rose and covered the fields.
- Ανέβηκαν τα νερά και σκέπασαν τα χωράφια.
- ↪ They covered the yard with sand.
- (μεταβατικό) καλύπτω, παρέχω αρκετά χρήματα για κάτι
- ↪ I will cover the expenses of his studies.
- Θα καλύψω τα έξοδα των σπουδών του.
- ↪ I will cover the expenses of his studies.
- (μεταβατικό) καλύπτω
- ↪ Television crews will cover the election rally.
- Τηλεοπτικά συνεργεία θα καλύψουν την προεκλογική συγκέντρωση.
- ↪ Television crews will cover the election rally.
- ζευγαρώνω (για ζώα)
- διασκευάζω (τραγούδι)