cover
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cover | covers |
cover (en)
- το κάλυμμα, πράγμα που τοποθετείται πάνω σε άλλο πράγμα, συνήθως για να το προστατέψει ή να το διακοσμήσει
- ⮡ the cover of an armchair - το κάλυμμα ενός πολυθρόνα
- (μη μετρήσιμο) το καταφύγιο, η στέγη, προστασία από κακές καιρικές συνθήκες ή από επίθεση
- ⮡ We sought cover from enemy fire.
- Αναζητήσαμε καταφύγιο από εχθρικά πυρά.
- ⮡ I gave them cover.
- Τους έδωσα στέγη.
- ⮡ In order to take cover from the rain, we stood under a shed.
- Για να προφυλαχτούμε από τη βροχή, σταθήκαμε κάτω από ένα υπόστεγο.
- ⮡ We sought cover from enemy fire.
- το εξώφυλλο, η κουβερτούρα, το κάλυμμα ενός βιβλίου ή ενός περιοδικού
- ⮡ The title of the book and the author's name are written on the cover.
- Στο εξώφυλλο είναι γραμμένος ο τίτλος του βιβλίου και το όνομα του συγγραφέα.
- ⮡ Brigitte Bardot has been on the cover of famous magazines many times.
- Η Μπριζίτ Μπαρντό έγινε πολλές φορές εξώφυλλο σε διάσημα περιοδικά.
- ⮡ The book cover is very beautiful.
- Η κουβερτούρα του βιβλίου είναι πολύ όμορφη.
- ⮡ The title of the book and the author's name are written on the cover.
- (μη μετρήσιμο, βρετανική σημασία) η ασφαλιστική κάλυψη
- ⮡ The amounts are astronomical for someone who does not have insurance cover abroad.
- Τα ποσά είναι αστρονομικά για κάποιον που δεν έχει ασφαλιστκή κάλυψη στο εξωτερικό.
- ≈ συνώνυμα: coverage (αμερικανικά αγγλικά)
- ⮡ The amounts are astronomical for someone who does not have insurance cover abroad.
- η κάλυψη
- η διασκευή τραγουδιού
- το καπάκι, το κάλυμμα ενός δοχείου
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | cover |
γ΄ ενικό ενεστώτα | covers |
αόριστος | covered |
παθητική μετοχή | covered |
ενεργητική μετοχή | covering |
cover (en)
- (μεταβατικό) καλύπτω, στρώνω, σκεπάζω, τοποθετώ κάτι πάνω ή μπροστά από κάτι για να το κρύψω, να το προστατέψω ή να το διακοσμήσω
- ⮡ She covered her face with her hands.
- Κάλυψε το πρόσωπό της με τα χέρια της.
- ⮡ The floor is covered with carpets.
- Το δάπεδο καλύπτεται με χαλιά.
- ⮡ He covered her with his body (for protection).
- Την κάλυψε με το σώμα του (για προστασία).
- ⮡ They covered the floor in newspapers to paint the walls.
- Έστρωσαν στο πάτωμα εφημερίδες για να βάψουν τους τοίχους.
- ⮡ They covered the tomb with flowers.
- Σκέπασαν τον τάφο με λουλούδια.
- ⮡ We need to cover the well.
- Πρέπει να σκεπάσουμε το πηγάδι.
- ⮡ She had her hands covered in gold bracelets and rings.
- Είχε σκεπασμένα τα χέρια της με χρυσά βραχιόλια και δαχτυλίδια.
- ⮡ She covered her face with her hands.
- (μεταβατικό) καλύπτω, στρώνω, γεμίζω, σκεπάζω, απλώνομαι στην επιφάνεια κάτι
- ⮡ The snow covered everything.
- Το χιόνι κάλυψε τα πάντα.
- ⮡ His face was covered with red spots.
- Το πρόσωπό του καλύφθηκε από κοκκινίλες.
- ⮡ The floor was covered with newspapers.
- Το πάτωμα ήταν στρωμένο με εφημερίδες.
- ⮡ I cut my hand with the knife by accident and I was covered in blood.
- Έκοψα το χέρι μου με το μαχαίρι κατά λάθος και γέμισα αίματα.
- ⮡ Clouds covered the sky.
- Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό.
- ≈ συνώνυμα: coat, litter, pave, slather, smear, spread και strew
- ⮡ The snow covered everything.
- (μεταβατικό) στρώνω, γεμίζω, σκεπάζω, βάζω ή απλώνω ένα στρώμα υγρού, σκόνης κτλ. σε κάποιον ή κάτι
- ⮡ They covered the yard with sand.
- Έστρωσαν την αυλή με άμμο.
- ⮡ Don’t cover the floor in crumbs.
- Μη γεμίζεις το πάτωμα ψίχουλα.
- ⮡ The waters rose and covered the fields.
- Ανέβηκαν τα νερά και σκέπασαν τα χωράφια.
- ⮡ They covered the yard with sand.
- (μεταβατικό) καλύπτω, περιλαμβάνω κάτι· φροντίζω για κάτι
- ⮡ In his speech, he covered all issues related to education.
- Στην ομιλία του κάλυψε όλα τα θέματα που αφορούν την παιδεία.
- ⮡ The conference will cover many individual topics.
- Το συνέδριο θα καλύψει πολλά επί μέρους θέματα.
- ⮡ The history of modern Greece covers the period from 1821 to the present.
- Η ιστορία της νεότερης Ελλάδας καλύπτει τη χρονική περίοδο από το 1821 έως σήμερα.
- ⮡ His business covers many sectors.
- Η επιχείρησή του καλύπτει πολλούς τομείς δραστηριότητας.
- ⮡ The new constitution will cover all these principles.
- Το νέο σύνταγμα θα περιλαμβάνει όλες αυτές τις αρχές.
- ⮡ Don’t worry, I have got it (all) covered.
- Μην ανησυχείς, θα φροντίσω εγώ για όλα.
- ⮡ In his speech, he covered all issues related to education.
- (μεταβατικό) καλύπτω, παρέχω αρκετά χρήματα για κάτι
- ⮡ I will cover the expenses of his studies.
- Θα καλύψω τα έξοδα των σπουδών του.
- ⮡ The company is auctioning off its assets to cover its debts.
- Η εταιρεία εκπλειστηριάζει τα περιουσιακά της στοιχεία για να καλύψει τα χρέη της.
- ⮡ I will cover the expenses of his studies.
- (μεταβατικό) καλύπτω, διανύω την απόσταση που αναφέρθηκε
- ⮡ We covered forty kilometers in ten hours.
- Καλύψαμε σαράντα χιλιόμετρα σε δέκα ώρες.
- ⮡ Covering the distance from Europe to America is a matter of hours for modern aircraft.
- Η κάλυψη της απόστασης Ευρώπης-Αμερικής είναι υπόθεση ωρών για τα σύγχρονα αεροσκάφη.
- ⮡ How many miles have we covered today?
- Πόσα μίλια διανύσαμε σήμερα;
- ⮡ We covered forty kilometers in ten hours.
- (μεταβατικό) καλύπτω την περιοχή πού αναφέρθηκε
- ⮡ The structure covers 40% of the plot.
- Η οικοδομή καλύπτει το 40% του οικοπέδου.
- ⮡ The structure covers 40% of the plot.
- (μεταβατικό) καλύπτω, αναφέρω ένα γεγονός για τηλεόραση, εφημερίδα κτλ.· δείχνω ένα γεγονός στην τηλεόραση
- ⮡ Television crews will cover the election rally.
- Τηλεοπτικά συνεργεία θα καλύψουν την προεκλογική συγκέντρωση.
- ⮡ The reporting that covered the funerals of the victims of the aviation tragedy bordered on sensationalism.
- Το ρεπορτάζ που κάλυψε της κηδείες των θυμάτων της αεροπορικής τραγωδίας, κινήθηκε στα όρια του κιτρινισμού.
- ⮡ Television crews will cover the election rally.
- (αμετάβατο) καλύπτω κάποιον, αντικαθιστώ κάποιον, κάνω τη δουλειά ή τα καθήκοντα κάποιου ενώ λείπει
- ⮡ Who can cover for me at work tomorrow?
- Ποιος μπορεί να με καλύψει/αντικαταστήσει στη δουλειά αύριο;
- ⮡ Who can cover for me at work tomorrow?
- (αμετάβατο) καλύπτω τα λάθη ή τα ψέματα κάποιου για να τον προστατεύω από προβλήματα
- ⮡ His friends tried to cover for him (=his many mistakes).
- Οι φίλοι του προσπάθησαν να καλύψουν τα πολλά λάθη του.
- ⮡ The prime minister covered for his minister, taking responsibility himself.
- Ο πρωθυπουργός κάλυψε τον υπουργό του, αναλαμβάνοντας ο ίδιος τις ευθύνες.
- ⮡ The accused covered for his accomplices.
- Ο κατηγορούμενος κάλυψε τους συνενόχους του.
- ⮡ His friends tried to cover for him (=his many mistakes).
- (μεταβατικό) καλύπτω, προστατεύω κάποιον από απώλεια, τραυματισμό κτλ. με ασφάλιση
- ⮡ This insurance plan covers damages caused by natural disasters.
- Αυτό το πρόγραμμα ασφάλισης καλύπτει ζημιές από φυσικές καταστροφές.
- ⮡ The insurance covers (against/for) loss of income due to illness.
- Η ασφάλεια καλύπτει απώλεια εισοδήματος λόγω ασθένειας
- ⮡ This insurance plan covers damages caused by natural disasters.
- (μεταβατικό) καλύπτομαι, προφυλάσσομαι από το να κατηγορηθώ για κάτι
- ⮡ Many firms put money aside to cover themselves against possible legal claims.
- Πολλές επιχειρήσεις αποταμιεύουν χρήματα για να καλυφθούν από πιθανές νομικές αξιώσεις.
- ⮡ Many firms put money aside to cover themselves against possible legal claims.
- (μεταβατικό) καλύπτω, προστατεύω κάποιον απειλώντας ότι θα πυροβολήσω εναντίον όποιου που προσπαθήσει να του επιτεθεί
- ⮡ Cover me while I try to get closer to the robbers!
- Κάλυψέ με ενώ προσπαθώ να πλησιάσω του λήστες!
- ⮡ Cover me while I try to get closer to the robbers!
- (μεταβατικό) καλύπτω, σημαδεύω κάποιον με όπλο για να μην μπορεί κανείς να ξεφύγει ή να πυροβολήσει
- ⮡ The police covered the exits to the building.
- Η αστυνομία κάλυψε/σημάδεψε τις εξόδους του κτιρίου.
- ⮡ The police covered the exits to the building.
- (μεταβατικό) διασκευάζω τραγούδι, κάνω cover
- ⮡ In the movie, the group covered some of the Beatles’ songs.
- Μέσα στην ταινία το συγκρότημα έκανε covers κάποια από τα τραγούδια των Beatles.
- ⮡ In the movie, the group covered some of the Beatles’ songs.