cover
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cover | covers |
cover (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | cover |
γ΄ ενικό ενεστώτα | covers |
αόριστος | covered |
παθητική μετοχή | covered |
ενεργητική μετοχή | covering |
cover (en)
- καλύπτω, στρώνω
- ζευγαρώνω (για ζώα)
- διασκευάζω (τραγούδι)