Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cover covers

cover (en)

  1. το κάλυμμα
  2. το καπάκι
    ⮡  the cover of a pot - το καπάκι μιας κατσαρόλας
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη lid
  3. το εξώφυλλο
  4. η κάλυψη
  5. η διασκευή τραγουδιού
ενεστώτας cover
γ΄ ενικό ενεστώτα covers
αόριστος covered
παθητική μετοχή covered
ενεργητική μετοχή covering

cover (en)

  1. (μεταβατικό) καλύπτω, στρώνω, σκεπάζω, τοποθετώ κάτι πάνω ή μπροστά από κάτι για να το κρύψω, να το προστατέψω ή να το διακοσμήσω
    ⮡  She covered her face with her hands.
    Κάλυψε το πρόσωπό της με τα χέρια της.
    ⮡  The floor is covered with carpets.
    Το δάπεδο καλύπτεται με χαλιά.
    ⮡  He covered her with his body (for protection).
    Την κάλυψε με το σώμα του (για προστασία).
    ⮡  They covered the floor in newspapers to paint the walls.
    Έστρωσαν στο πάτωμα εφημερίδες για να βάψουν τους τοίχους.
    ⮡  They covered the tomb with flowers.
    Σκέπασαν τον τάφο με λουλούδια.
    ⮡  We need to cover the well.
    Πρέπει να σκεπάσουμε το πηγάδι.
  2. (μεταβατικό) καλύπτω, στρώνω, γεμίζω, σκεπάζω, απλώνομαι στην επιφάνεια κάτι
    ⮡  The snow covered everything.
    Το χιόνι κάλυψε τα πάντα.
    ⮡  His face was covered with red spots.
    Το πρόσωπό του καλύφθηκε από κοκκινίλες.
    ⮡  The floor was covered with newspapers.
    Το πάτωμα ήταν στρωμένο με εφημερίδες.
    ⮡  I cut my hand with the knife by accident and I was covered in blood.
    Έκοψα το χέρι μου με το μαχαίρι κατά λάθος και γέμισα αίματα.
    ⮡  Clouds covered the sky.
    Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό.
     συνώνυμα:  coat, litter, pave, spread και strew
  3. (μεταβατικό) στρώνω, γεμίζω, σκεπάζω, βάζω ή απλώνω ένα στρώμα υγρού, σκόνης κτλ. σε κάποιον ή κάτι
    ⮡  They covered the yard with sand.
    Έστρωσαν την αυλή με άμμο.
    ⮡  Don’t cover the floor in crumbs.
    Μη γεμίζεις το πάτωμα ψίχουλα.
    ⮡  The waters rose and covered the fields.
    Ανέβηκαν τα νερά και σκέπασαν τα χωράφια.
  4. (μεταβατικό) καλύπτω, παρέχω αρκετά χρήματα για κάτι
    ⮡  I will cover the expenses of his studies.
    Θα καλύψω τα έξοδα των σπουδών του.
  5. (μεταβατικό) καλύπτω
    ⮡  Television crews will cover the election rally.
    Τηλεοπτικά συνεργεία θα καλύψουν την προεκλογική συγκέντρωση.
  6. ζευγαρώνω (για ζώα)
  7. διασκευάζω (τραγούδι)