pave
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | pave |
γ΄ ενικό ενεστώτα | paves |
αόριστος | paved |
παθητική μετοχή | paved |
ενεργητική μετοχή | paving |
Ρήμα
επεξεργασίαpave (en)
ενεστώτας | pave |
γ΄ ενικό ενεστώτα | paves |
αόριστος | paved |
παθητική μετοχή | paved |
ενεργητική μετοχή | paving |
pave (en)