surface
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | surface |
γ΄ ενικό ενεστώτα | surfaces |
αόριστος | surfaced |
παθητική μετοχή | surfaced |
ενεργητική μετοχή | surfacing |
surface (en)
Πηγές
επεξεργασία
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 828. ISBN 9780194325684., λήμμα: στρώνω
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
surface (eo)