Ετυμολογία

επεξεργασία
surface < γαλλική surface

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsɜːfɪs/ & /ˈsɝːfəs/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
surface surfaces

surface (en)

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας surface
γ΄ ενικό ενεστώτα surfaces
αόριστος surfaced
παθητική μετοχή surfaced
ενεργητική μετοχή surfacing

surface (en)

  1. αναδύομαι
  2. (μεταβατικό) στρώνω
    ⮡  I surface a road - στρώνω ένα δρόμο
     συνώνυμα: pave
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 828. ISBN 9780194325684. , λήμμα: στρώνω



  Ετυμολογία

επεξεργασία
surface < surfac- + -e

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

surface (fr)



  Επίρρημα

επεξεργασία

surface (eo)