ενικός         πληθυντικός  
coverage coverages

  Ετυμολογία

επεξεργασία
coverage < cover + -age

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

coverage (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η κάλυψη μέσο της τηλεοράσης, του ραδιοφώνου, του τύπου κτλ., από δημοσιογράφους
    ⮡  television/radio coverage - τηλεοπτική/ραδιοφωνική κάλυψη
    ⮡  I can’t stand the election campaign coverage.
    Δεν μπορώ να αντέξω την κάλυψη της προεκλογικής εκστρατείας.
  2. (μη μετρήσιμο) η κάλυψη, το εύρος ή η ποιότητα των πληροφοριών που περιλαμβάνονται σε ένα βιβλίο ή ένα μάθημα σπουδών, στην τηλεόραση κτλ.
    ⮡  The book gives good, general coverage of the subject.
    Το βιβλίο παρέχει μια καλή, γενική κάλυψη του θέματος.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κάλυψη, η ποσότητα του κάτι που κάτι παρέχει· ο βαθμός στον οποίο κάτι καλύπτει μια περιοχή ή μια ομάδα ανθρώπων
    ⮡  Immunization coverage in this phase exceeded the initial estimated target.
    Κάλυψη εμβολιασμού σε αυτή τη φάση ξεπέρασε τον αρχικό εκτιμώμενο στόχο.
    ⮡  In 2011, 3G network coverage reached 98%.
    Το 2011 η κάλυψη του 3G δικτύου αγγίζει το 98%.
  4. (μη μετρήσιμο, αμερικανική σημασία) η ασφαλιστική κάλυψη
    ⮡  The amounts are astronomical for someone who does not have insurance coverage abroad.
    Τα ποσά είναι αστρονομικά για κάποιον που δεν έχει ασφαλιστκή κάλυψη στο εξωτερικό.
     συνώνυμα: cover (βρετανικά αγγλικά)