coverage
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
coverage | coverages |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcoverage (en)
- (μη μετρήσιμο) η κάλυψη μέσο της τηλεοράσης, του ραδιοφώνου, του τύπου κτλ., από δημοσιογράφους
- ⮡ television/radio coverage - τηλεοπτική/ραδιοφωνική κάλυψη
- ⮡ I can’t stand the election campaign coverage.
- Δεν μπορώ να αντέξω την κάλυψη της προεκλογικής εκστρατείας.
- (μη μετρήσιμο) η κάλυψη, το εύρος ή η ποιότητα των πληροφοριών που περιλαμβάνονται σε ένα βιβλίο ή ένα μάθημα σπουδών, στην τηλεόραση κτλ.
- ⮡ The book gives good, general coverage of the subject.
- Το βιβλίο παρέχει μια καλή, γενική κάλυψη του θέματος.
- ⮡ The book gives good, general coverage of the subject.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κάλυψη, η ποσότητα του κάτι που κάτι παρέχει· ο βαθμός στον οποίο κάτι καλύπτει μια περιοχή ή μια ομάδα ανθρώπων
- ⮡ Immunization coverage in this phase exceeded the initial estimated target.
- Κάλυψη εμβολιασμού σε αυτή τη φάση ξεπέρασε τον αρχικό εκτιμώμενο στόχο.
- ⮡ In 2011, 3G network coverage reached 98%.
- Το 2011 η κάλυψη του 3G δικτύου αγγίζει το 98%.
- ⮡ Immunization coverage in this phase exceeded the initial estimated target.
- (μη μετρήσιμο, αμερικανική σημασία) η ασφαλιστική κάλυψη
- ⮡ The amounts are astronomical for someone who does not have insurance coverage abroad.
- Τα ποσά είναι αστρονομικά για κάποιον που δεν έχει ασφαλιστκή κάλυψη στο εξωτερικό.
- ≈ συνώνυμα: cover (βρετανικά αγγλικά)
- ⮡ The amounts are astronomical for someone who does not have insurance coverage abroad.