Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξώφυλλο τα εξώφυλλα
      γενική του εξώφυλλου
εξωφύλλου
των εξώφυλλων
εξωφύλλων
    αιτιατική το εξώφυλλο τα εξώφυλλα
     κλητική εξώφυλλο εξώφυλλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εξώφυλλο < έξω + φύλλον

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εξώφυλλο ουδέτερο

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία