εσώφυλλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εσώφυλλο | τα | εσώφυλλα |
γενική | του | εσώφυλλου & εσωφύλλου |
των | εσώφυλλων & εσωφύλλων |
αιτιατική | το | εσώφυλλο | τα | εσώφυλλα |
κλητική | εσώφυλλο | εσώφυλλα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεσώφυλλο ουδέτερο
- η εσωτερική σελίδα εξωφύλλου βιβλίου
- (βιβλιοδεσία) κόλλα χαρτιού διπλωμένη στα δύο (δημιουργώντας ένα τετρασέλιδο) η οποία κολλιέται στο σώμα του βιβλίου (μία μπροστά και μία πίσω) ώστε πάνω σε αυτήν να κολληθεί το κάλυμμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία εσώφυλλο
|