φύλλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | φύλλον | τὰ | φύλλᾰ |
γενική | τοῦ | φύλλου | τῶν | φύλλων |
δοτική | τῷ | φύλλῳ | τοῖς | φύλλοις |
αιτιατική | τὸ | φύλλον | τὰ | φύλλᾰ |
κλητική ὦ! | φύλλον | φύλλᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φύλλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φύλλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φύλλον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφύλλον, -ου ουδέτερο
Παράγωγα
επεξεργασία- (Χρειάζεται κεντρικό ετυμολογικό πεδίο)
Πηγές
επεξεργασία- φύλλον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φύλλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.