covered
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | covered |
συγκριτικός | more covered |
υπερθετικός | most covered |
covered (en)
- (όχι πριν από το ουσιαστικό, +in/with) γεμάτος
- ⮡ His hands were covered in dirt.
- Τα χέρια του ήταν γεμάτα βρόμα.
- ⮡ The road is covered with mud.
- Ο δρόμος είναι γεμάτος λάσπες.
- ⮡ His hands were covered in dirt.
- σκεπαστός, καλυμμένος
- ⮡ a covered veranda - σκεπαστή βεράντα
- ⮡ a field with covered bleachers - γήπεδο με εξέδρα σκεπαστή
- ⮡ a covered yard - καλυμμένη αυλή
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαcovered (en)