Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλυμμένος η καλυμμένη το καλυμμένο
      γενική του καλυμμένου της καλυμμένης του καλυμμένου
    αιτιατική τον καλυμμένο την καλυμμένη το καλυμμένο
     κλητική καλυμμένε καλυμμένη καλυμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλυμμένοι οι καλυμμένες τα καλυμμένα
      γενική των καλυμμένων των καλυμμένων των καλυμμένων
    αιτιατική τους καλυμμένους τις καλυμμένες τα καλυμμένα
     κλητική καλυμμένοι καλυμμένες καλυμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλυμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καλύπτω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.liˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λυμ‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

καλυμμένος, -η, -ο

  1. σκεπασμένος
    τα αυτοκίνητα είναι καλυμμένα από το χιόνι
  2. που κρίνει ικανοποιητικά όσα έχουν ειπωθεί ήδη σε μια συζήτηση και δεν νιώθει ότι χρειάζεται να προσθέσει κάτι ή να θέσει κάποια ερώτηση
  3. (για επιταγή) που μπορεί ο φέρων να την εξαργυρώσει, αφού ο εκδότης έχει καταθέσει στην τράπεζα το αναγραφόμενο χρηματικό ποσό

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία