↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκαλυμμένος η προκαλυμμένη το προκαλυμμένο
      γενική του προκαλυμμένου της προκαλυμμένης του προκαλυμμένου
    αιτιατική τον προκαλυμμένο την προκαλυμμένη το προκαλυμμένο
     κλητική προκαλυμμένε προκαλυμμένη προκαλυμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκαλυμμένοι οι προκαλυμμένες τα προκαλυμμένα
      γενική των προκαλυμμένων των προκαλυμμένων των προκαλυμμένων
    αιτιατική τους προκαλυμμένους τις προκαλυμμένες τα προκαλυμμένα
     κλητική προκαλυμμένοι προκαλυμμένες προκαλυμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

προκαλυμμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία