Δείτε επίσης: ἀπροκάλυπτος, απροκατάληπτος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απροκάλυπτος η απροκάλυπτη το απροκάλυπτο
      γενική του απροκάλυπτου της απροκάλυπτης του απροκάλυπτου
    αιτιατική τον απροκάλυπτο την απροκάλυπτη το απροκάλυπτο
     κλητική απροκάλυπτε απροκάλυπτη απροκάλυπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απροκάλυπτοι οι απροκάλυπτες τα απροκάλυπτα
      γενική των απροκάλυπτων των απροκάλυπτων των απροκάλυπτων
    αιτιατική τους απροκάλυπτους τις απροκάλυπτες τα απροκάλυπτα
     κλητική απροκάλυπτοι απροκάλυπτες απροκάλυπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απροκάλυπτος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀπροκάλυπτος < (ελληνιστική κοινή) ἀπροκαλύπτως (επίρρημα) [1]. Μορφολογικά αναλύεται σε α- στερητικό + προ- + καλύπτ(ω) + -ος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.pɾoˈka.li.ptos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐προ‐κά‐λυ‐πτος

  Επίθετο

επεξεργασία

απροκάλυπτος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία