Ετυμολογία

επεξεργασία
προκαλύπτω < αρχαία ελληνική προκᾰλύπτω < πρό + καλύπτω

προκαλύπτω (παθητική φωνή: προκαλύπτομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • προκαλύπτω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)