Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προκάλυψη οι προκαλύψεις
      γενική της προκάλυψης* των προκαλύψεων
    αιτιατική την προκάλυψη τις προκαλύψεις
     κλητική προκάλυψη προκαλύψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προκαλύψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προκάλυψη < ελληνιστική κοινή προκάλυψις[1] < αρχαία ελληνική προκαλύπτω < πρό + καλύπτω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προκάλυψη θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος) οι ενέργειες που γίνονται και τα μέτρα που λαμβάνονται προκειμένου να προφυλαχθεί ο στρατός και ν’ αποκρούσει εχθρική επίθεση
  2. (στρατιωτικός όρος, κατ’ επέκταση) η περιοχή που προφυλάσσεται
  3. (στρατιωτικός όρος) η τοποθέτηση στρατιωτικού τμήματος μπροστά απ’ το κύριο κατά τη διάρκεια εκστρατείας, για τον έλεγχο των εχθρικών κινήσεων και την αντιμετώπιση επίθεσης
  4. (στρατιωτικός όρος) η φύλαξη των συνόρων και (κατ’ επέκταση) η φυλασσόμενη περιοχή
  5. (στρατιωτικός όρος) η απόκρυψη του πυροβολικού, ώστε να εκτελεί βολές κρυμμένο και ανεμπόδιστα
  6. (μεταφορικά) η πρόφαση, το πρόσχημα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  1. προκάλυψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.