προκάλυψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προκάλυψη | οι | προκαλύψεις |
γενική | της | προκάλυψης* | των | προκαλύψεων |
αιτιατική | την | προκάλυψη | τις | προκαλύψεις |
κλητική | προκάλυψη | προκαλύψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προκαλύψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προκάλυψη < ελληνιστική κοινή προκάλυψις[1] < αρχαία ελληνική προκαλύπτω < πρό + καλύπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροκάλυψη θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) οι ενέργειες που γίνονται και τα μέτρα που λαμβάνονται προκειμένου να προφυλαχθεί ο στρατός και ν’ αποκρούσει εχθρική επίθεση
- (στρατιωτικός όρος, κατ’ επέκταση) η περιοχή που προφυλάσσεται
- (στρατιωτικός όρος) η τοποθέτηση στρατιωτικού τμήματος μπροστά απ’ το κύριο κατά τη διάρκεια εκστρατείας, για τον έλεγχο των εχθρικών κινήσεων και την αντιμετώπιση επίθεσης
- (στρατιωτικός όρος) η φύλαξη των συνόρων και (κατ’ επέκταση) η φυλασσόμενη περιοχή
- (στρατιωτικός όρος) η απόκρυψη του πυροβολικού, ώστε να εκτελεί βολές κρυμμένο και ανεμπόδιστα
- (μεταφορικά) η πρόφαση, το πρόσχημα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις προκαλύπτω και καλύπτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προκάλυψη
|
Πηγές
επεξεργασία- προκάλυψη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προκάλυψη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προκάλυψη - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ↑ προκάλυψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.