προκάλυψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προκάλυψῐς | αἱ | προκαλύψεις | ||||
γενική | τῆς | προκαλύψεως | τῶν | προκαλύψεων | ||||
δοτική | τῇ | προκαλύψει | ταῖς | προκαλύψεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | προκάλυψῐν | τὰς | προκαλύψεις | ||||
κλητική ὦ! | προκάλυψῐ | προκαλύψεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προκαλύψει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | προκαλυψέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προκάλυψις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροκάλυψις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- προκάλυψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.