• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ανεμπόδιστα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίρρημα
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συνώνυμα
      • 1.2.3 Μεταφράσεις
    • 1.3 Κλιτικός τύπος επιθέτου

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεμπόδιστα < ανεμπόδιστ(ος) + -α

Επίρρημα

επεξεργασία

ανεμπόδιστα (τροπικό επίρρημα)

  • χωρίς εμπόδιο, χωρίς αντίσταση, εύκολα, άνετα

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • ανεμποδίστως

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • απρόσκοπτα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ανεμπόδιστα
  • αγγλικά : unencumbered (en)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ανεμπόδιστα

  • ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανεμπόδιστο, ουδέτερο του ανεμπόδιστος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ανεμπόδιστα&oldid=5452965"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 20:44

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 20:44. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας