Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανεμποδίστως
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανεμποδίστως
<
ανεμπόδιστος
+
-ως
Επίρρημα
επεξεργασία
ανεμποδίστως
(
λόγιο
)
άλλη μορφή
του
ανεμπόδιστα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανεμποδίστως
→
δείτε
τη λέξη
ανεμπόδιστα