Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεμπόδιστος η ανεμπόδιστη το ανεμπόδιστο
      γενική του ανεμπόδιστου της ανεμπόδιστης του ανεμπόδιστου
    αιτιατική τον ανεμπόδιστο την ανεμπόδιστη το ανεμπόδιστο
     κλητική ανεμπόδιστε ανεμπόδιστη ανεμπόδιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεμπόδιστοι οι ανεμπόδιστες τα ανεμπόδιστα
      γενική των ανεμπόδιστων των ανεμπόδιστων των ανεμπόδιστων
    αιτιατική τους ανεμπόδιστους τις ανεμπόδιστες τα ανεμπόδιστα
     κλητική ανεμπόδιστοι ανεμπόδιστες ανεμπόδιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ανεμπόδιστος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνεμπόδιστος[1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /a.nemˈbo.ði.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μπό‐δι‐στος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

ανεμπόδιστος, -η ,-ο

  1. που ενεργεί χωρίς εμπόδια ή που δεν παρουσιάζει εμπόδια, δυσκολίες ή φραγμούς, ελεύθερος
    ανεμπόδιστη θέα, ανεμπόδιστη πρόσβαση, ανεμπόδιστο ρεύμα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία