άνετα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
άνετα
- με άνεση, αναπαυτικά, βολικά
- εύκολα
- ξεκούραστα
- ελεύθερα
- χωρίς οικονομικά προβλήματα
- ※ Όταν γύρισε με την οικογένειά του στην Αθήνα πίστευε πως τα εισοδήματα από τα ακίνητα που είχε αγοράσει θα του φτάνανε να ζήσει άνετα. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άνετα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
άνετα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άνετος