Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

άνετα < άνετ(ος) +

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

άνετα

  1. με άνεση, αναπαυτικά, βολικά
  2. εύκολα
  3. ξεκούραστα
  4. ελεύθερα
  5. χωρίς οικονομικά προβλήματα
    ※  Όταν γύρισε με την οικογένειά του στην Αθήνα πίστευε πως τα εισοδήματα από τα ακίνητα που είχε αγοράσει θα του φτάνανε να ζήσει άνετα. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία

άνετα