αναπαυτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίααναπαυτικά < αναπαυτικός
Επίρρημα
επεξεργασίααναπαυτικά
- με τρόπο άνετο, βολικό, (κυρίως για τρόπο που κάποιος κάθεται)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναπαυτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααναπαυτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναπαυτικό