comfortably
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | comfortably |
συγκριτικός | more comfortably |
υπερθετικός | most comfortably |
Ετυμολογία
επεξεργασία- comfortably < comfortable + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαcomfortably (en)
- άνετα, βολικά, ξεκούραστα, χωρίς ταλαιπωρία
- ↪ By airplane, you travel quickly and comfortably.
- Με το αεροπλάνο ταξιδεύεις γρήγορα και άνετα.
- ↪ He sat comfortably on the couch, in a relaxed position.
- Κάθισε άνετα στον καναπέ, σε ξεκούραστη στάση.
- ↪ I am not sitting comfortably at all.
- Δεν κάθομαι καθόλου βολικά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη leisurely
- ↪ By airplane, you travel quickly and comfortably.
- άνετα, εύκολα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο
- ↪ Small cars park comfortably anywhere.
- Τα μικρά αυτοκίνητα παρκάρουν άνετα οπουδήποτε.
- ↪ With the means he has, he lives comfortably without working.
- Με το εισόδημα που έχει, ζει άνετα χωρίς να δουλεύει.
- ↪ When you internalize the rules of English grammar, you will speak it more comfortably.
- Όταν εσωτερικεύσεις τους κανόνες της γραμματικής της αγγλικής, θα τη μιλάς πιο άνετα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη easily
- ↪ Small cars park comfortably anywhere.