Ετυμολογία

επεξεργασία
leisurely < leisure + -ly

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός leisurely
συγκριτικός more leisurely
υπερθετικός most leisurely

leisurely (en)

  Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός leisurely
συγκριτικός more leisurely
υπερθετικός most leisurely

leisurely (en)