leisurely
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | leisurely |
συγκριτικός | more leisurely |
υπερθετικός | most leisurely |
leisurely (en)
Επίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | leisurely |
συγκριτικός | more leisurely |
υπερθετικός | most leisurely |
leisurely (en)
- αμέριμνα, νωχελικά
- ⮡ The children played ball leisurely.
- Τα παιδιά έπαιζαν αμέριμνα μπάλα.
- ≈ συνώνυμα: carelessly και comfortably
- ⮡ The children played ball leisurely.