Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νωχελικός η νωχελική το νωχελικό
      γενική του νωχελικού της νωχελικής του νωχελικού
    αιτιατική τον νωχελικό τη νωχελική το νωχελικό
     κλητική νωχελικέ νωχελική νωχελικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νωχελικοί οι νωχελικές τα νωχελικά
      γενική των νωχελικών των νωχελικών των νωχελικών
    αιτιατική τους νωχελικούς τις νωχελικές τα νωχελικά
     κλητική νωχελικοί νωχελικές νωχελικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νωχελικός < νωχελής + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

νωχελικός, -ή, -ό

  1. που χαρακτηρίζεται από νωχέλεια
  2. αυτός που γίνεται με αργές κινήσεις

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία