νωχελικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
νωχελικός, -ή, -ό
- που χαρακτηρίζεται από νωχέλεια
- αυτός που γίνεται με αργές κινήσεις
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νωχελικός
νωχελικός, -ή, -ό