πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νωχελής η νωχελής το νωχελές
      γενική του νωχελούς* της νωχελούς του νωχελούς
    αιτιατική τον νωχελή τη νωχελή το νωχελές
     κλητική νωχελή(ς) νωχελής νωχελές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νωχελείς οι νωχελείς τα νωχελή
      γενική των νωχελών των νωχελών των νωχελών
    αιτιατική τους νωχελείς τις νωχελείς τα νωχελή
     κλητική νωχελείς νωχελείς νωχελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

νωχελής, -ής, -ές

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία