Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νωχελής η νωχελής το νωχελές
      γενική του νωχελούς* της νωχελούς του νωχελούς
    αιτιατική τον νωχελή τη νωχελή το νωχελές
     κλητική νωχελή(ς) νωχελής νωχελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νωχελείς οι νωχελείς τα νωχελή
      γενική των νωχελών των νωχελών των νωχελών
    αιτιατική τους νωχελείς τις νωχελείς τα νωχελή
     κλητική νωχελείς νωχελείς νωχελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νωχελής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νωχελής[1] < νῶκαρ, προελληνικής προέλευσης[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /no.çeˈlis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νω‐χε‐λής

  Επίθετο επεξεργασία

νωχελής, -ής, -ές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία