nonchalant
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
nonchalant (en)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nonchalant | nonchalants |
θηλυκό | nonchalante | nonchalantes |
nonchalant (en)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nonchalant | nonchalants |
θηλυκό | nonchalante | nonchalantes |