indolent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαindolent (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | indolent | indolents |
θηλυκό | indolente | indolentes |
Επίθετο
επεξεργασίαindolent (fr)
- (παρωχημένο) που δεν υποφέρει
- (παρωχημένο) που δεν κάνει τους άλλους να υποφέρουν
- (παρωχημένο) αναίσθητος, αδιάφορος
- νωθρός, νωχελικός, νωχελής