νωθρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νωθρός | η | νωθρή | το | νωθρό |
γενική | του | νωθρού | της | νωθρής | του | νωθρού |
αιτιατική | τον | νωθρό | τη | νωθρή | το | νωθρό |
κλητική | νωθρέ | νωθρή | νωθρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νωθροί | οι | νωθρές | τα | νωθρά |
γενική | των | νωθρών | των | νωθρών | των | νωθρών |
αιτιατική | τους | νωθρούς | τις | νωθρές | τα | νωθρά |
κλητική | νωθροί | νωθρές | νωθρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νωθρός < αρχαία ελληνική νωθής
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίανωθρός, -ή, -ό
- που κινείται αργά και τεμπέλικα
- που αποφεύγει περίπλοκους συλλογισμούς
Συνώνυμα
επεξεργασία- αδρανής
- άπραγος
- αραχτός
- αργοκίνητος
- βαρεμένος
- βαριεστημένος
- εφησυχασμένος
- μαλθακός
- μούχλας
- νωχελικός
- οκνηρός
- οκνός
- ομφαλοσκόπος
- τεμπέλης